πυρῶδες

πυρῶδες
πυρώδης
cereal
masc/fem voc sg
πυρώδης
cereal
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… …   Dictionary of Greek

  • Греческая философия — обнимает собою более чем тысячелетний период истории. Она зарождается за VI в. до Р. X., совпадая с началом того умственного и нравственного брожения, которое постепенно охватывало весь древний мир, и кончается в V или VI в. по Р. X., незаметно и …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • EXALUMINATUS Color — in margaritis maxime laudatus: verba sunt Plin. l. 9. c. 35. Et in candore ipso, magna differentia. Clarior in Rubro mari repertus. Indicus specularium lapidum squamas assimulat Summalaus coloris est exalummatos vocari. Nempe a liquidi aluminis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πυρωπός — ή, ό / πυρωπός, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς, όμοιος με φωτιά 2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου και τού αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και τού… …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱՏԵՍԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0139 Chronological Sequence: 8c, 14c գ. τὸ πυρωδές Հրատեսակն գոլ. *Պղնձոյ՝ կա՛մ հրատեսակութիւնն, եւ կամ զոսկետեսակութիւնն է հետեւեցուցանել ... Կարմիրն (յայտ առնէ) զհրատեսակութիւնն. կամ Կայծ՝ զհրատեսակութիւն նոցա յայտ առնելով. Դիոն. երկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀՐԵՂԻՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0140 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 13c գ. τὸ πυρωδές igneum esse. Հրեղէնն գոլ. հրային կամ լուսեղէն բնութիւն. հրատեսակութիւն. *Զհրեղինութիւնսն անվնասաբար փայլատակեալ: Ի հրեշտակական տպաւորութիւնս հրեղինութիւնն: Զի մի՛ կիզցեն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”